-
1 διαπόντιον
διαπόντιοςbeyond sea: masc /fem acc sgδιαπόντιοςbeyond sea: neut nom /voc /acc sg -
2 στράτευμα
A expedition, campaign,ἐφ' Ἑλλάδα A.Pers. 758
(troch.);τὸ σ. τὸ ἐπὶ Σάμον Hdt.3.49
; διέφυγον τὸ ς. escaped the threatened invasion, Id.8.112, cf. Ar.Lys. 1133.II armament, army, host, Hdt.7.48; ὑγιαίνω.. μετὰ τοῦ ς. OGI453.10 (Epist. Antonii, i B.C.), cf. LXX 1 Ma.9.34, al.; ὑπὲρ τιμῆς ἐλαίου τῶν ἐνταῦθα ς. Ostr. 1595 (iii A.D.), cf. Ev.Luc.23.11, BGU1564.5 (ii A.D.); πεζὸν ς. A.Pers. 469; διαπόντιον ς., i.e. composed of Asiatic mercenaries, Hermipp.58;ἱππικόν X.Cyr.3.3.26
; πολιτικόν Id HG5.4.41; ἱερὰ ς. SIG880.7 (Pizus, iii A.D.): also, a naval armament, Th.6.74;τὸ ναυτικὸν σ. Ἀχαιῶν S.Ph.59
.2 = στρατός 2, the people,σ. Παλλάδος E.Supp. 601
(lyr.); φῦλα τρία τριῶν στρατευμάτων dub. l. in 653.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στράτευμα
См. также в других словарях:
διαπόντιον — διαπόντιος beyond sea masc/fem acc sg διαπόντιος beyond sea neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στράτευμα — το, ΝΜΑ, και στράτεμα Ν [στρατεύω (Ι)] συντεταγμένη στρατιωτική δύναμη, στρατός νεοελλ. σύνολο πολλών συντεταγμένων στρατιωτικών μονάδων ενός κράτους ή και το σύνολο τών ενόπλων δυνάμεων μιας χώρας αρχ. 1. εκστρατεία, στρατεία* 2. το ναυτικό 3.… … Dictionary of Greek